- άπταιστος
- κ. άφταιστος, -η, -ο (AM ἄπταιστος, -ον) [πταίω]1. αλάνθαστος, άψογος2. αθώοςνεοελλ.1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα2. (για ενέργεια) άδολος, αγνόςαρχ.1. αυτός που δεν σκοντάφτει2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος3. (για δρόμο) αυτός που δεν προκαλεί ολίσθημα.
Dictionary of Greek. 2013.