άπταιστος

άπταιστος
κ. άφταιστος, -η, -ο (AM ἄπταιστος, -ον) [πταίω]
1. αλάνθαστος, άψογος
2. αθώος
νεοελλ.
1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα
2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός
αρχ.
1. αυτός που δεν σκοντάφτει
2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος
3. (για δρόμο) αυτός που δεν προκαλεί ολίσθημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄπταιστος — not stumbling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπταιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς σφάλματα, ο δίχως πταίσματα, ο άφταιγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπταιστότερον — ἄπταιστος not stumbling adverbial comp ἄπταιστος not stumbling masc acc comp sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστως — ἄπταιστος not stumbling adverbial ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπταιστον — ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστοτέρῳ — ἄπταιστος not stumbling masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστότατοι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστότεροι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστοις — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστοισι — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”